Κατέβαινε τη σκαλινάδα του Άη Νικόλα Ντεβέκια προσέχοντας μη γλιστρήσει. Είχε βρέξει ραγδαία αργά το απόγευμα και τα φαρδιά σκαλιά μπροστά στην εκκλησία λαμποκοπούσαν στο φως του δειλινού. Έβρεχε ακόμα, έριχνε μια ψιλή βροχή που τον είχε μουσκέψει, παρόλο που κρατούσε την ομπρέλα του. Κατηφόριζε το στενό καντούνι με μεγάλες δρασκελιές και τότε πρόσεξε τον σκοτεινό όγκο στην είσοδο του αρχοντικού του Κομπίτση. Κάτι του έφραζε τον δρόμο. Το σκάλισε δισταχτικά με την άκρη της ομπρέλας κι αντιλήφθηκε πως ήταν ένας άνθρωπος που κοιμόταν. Έσκυψε για να τον ξυπνήσει και κατάλαβε πως ήταν νεκρός.
Μια «αστυνομική νουβέλα» που διαδραματίζεται στην Κέρκυρα της δεκαετίας του εβδομήντα κι έχει πρωταγωνιστές την ίδια την πόλη και τους κατοίκους της. Ένα φονικό. Τρεις ύποπτοι. Ένας καλοκάγαθος υπαστυνόμος και το στριφνό αφεντικό του. Και μια συνταγή για σοφρίτο.


