Βαγόνι στα νερά
Θυμάμαι, αρκετά καλά, πώς γράφτηκαν αυτά τα δύο έργα. Κάποιο πρωί που βγήκε μεμιάς ένας μονόλογος. Ή δύο εικοσιτετράωρα που δούλευα άυπνος μια δύσκολη σκηνή και, μετά, αναζωογονημένος που ολοκληρώθηκε. Θυμάμαι αυτές τις μέρες, αποσπασματικά, καθώς το ένα έργο διαδέχτηκε το άλλο, μέσα σε διάστημα τριών χρόνων. Όπως θυμόμαστε σκηνές ή πλάνα από μια κινηματογραφική ταινία που μας κατοίκησαν. Το πρωί εκείνο που ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα και τα τζάμια ήταν καθαρά. Ένα βράδυ Αυγούστου που οι δρόμοι της πόλης ήταν άδειοι και είχε ησυχία.
Έτσι, αποσπασματικά, θυμάμαι πώς γράφτηκαν.
Δεν ξέρω όμως γιατί τα έγραψα. Πέρα από μια ακατανίκητη επιθυμία να τα γράψω. Κι αυτή η επιθυμία -έστω και ακατανόητη- αποτελεί, νομίζω τώρα πια, το ισχυρότερο κίνητρο ώστε να γράψει κανείς ένα έργο. Είναι ωραίο να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις. Αλλά να θέλεις τόσο πολύ να το πεις, ώστε να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Πρόκειται για δύο έργα που γράφτηκαν στην αυγή του 21ου αιώνα. Έργα της νεότητάς μου. Με το πέρασμα του χρόνου (κι αφού τα ζωντάνεψαν σπουδαίοι καλλιτέχνες, συμβάλλοντας ο καθένας με την τέχνη του), πίστεψα ότι αποχαιρετούσαν έναν κόσμο που χανόταν ανεπιστρεπτί. Άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή ή από τη ζωή μας.
«Είμαστε ένα καράβι που φεύγει…» λέει ένα θεατρικό μου πρόσωπο. Φεύγουμε, ναι. Ο κόσμος αυτών των δύο έργων χάνεται, έτσι είναι.
Τώρα όμως που τα κοιτάζω σ’ αυτή την επίτομη, κοινή τους έκδοση, ακούω ακόμα τον χτύπο της καρδιάς τους. Δυνατά, όπως τότε.
Μην παρεξηγηθώ. Για μένα μιλάω. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα μπορούσα να μιλήσω εκ μέρους κανενός άλλου.
ΛΠ